- μακαρισμός
- ο (AM μακαρισμός) [μακαρίζω]1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μακαρίζω, καλοτύχισμα2. στον πληθ. οι μακαρισμοίοι οχτώ σύντομοι αφορισμοί με τους οποίους αρχίζει η επί τού όρους ομιλία τού Ιησούμσν.-αρχ.υπόσχεση για ευλογίααρχ.απόδοση επαίνων ή ευχαριστιών.
Dictionary of Greek. 2013.